- ανάλυτος
- -η, -ο (Α ἀνάλυτος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτοςαρχ.αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνάλυτος < ἀναλύω, ενώ το νεοελλ. ανάλυτος < αναλυτός, με αρνητική σημασία από τον αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.